- θώπευμα
- το (Α θώπευμα) [θωπεύω]1. κολακευτικός λόγος, κολακεία, εκδήλωση εύνοιας ή τρυφερότητας, καλόπιασμα2. χάδι, χάιδεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θώπευμα — το, ατος χάιδεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θώπευμ' — θώπευμα , θώπευμα piece of flattery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευμάτων — θώπευμα piece of flattery neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπεύμασι — θώπευμα piece of flattery neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπεύματα — θώπευμα piece of flattery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευμάτιον — θωπευμάτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού θώπευμα*) στον πληθ. τα θωπευμάτια μικρές κολακείες, καλοπιάσματα, εκδηλώσεις στοργής και τρυφερότητας («ὡς ἀπὸ μικρῶν εὔνους αὐτῷ θωπευματίων γεγένησαι» πώς τού έχεις κερδίσει την εύνοια με μικρά καλοπιάσματα,… … Dictionary of Greek
ՍՈՒՏԱԿԱՍՊԱՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0733 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. θωπεία, θώπευμα, κολακεία blanditiae, blandimentum, adulatio, assentatio. Քծնութիւն. մարդելուղութիւն. մարդահաճութիւն. կեղծաւորութիւն. *Սուտակասպասութեանն իսկ անսալով՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)